- παράπτωμα
- το оплошность, ошибка, промах;ирон. грехопадение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παράπτωμα — false step neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράπτωμα — το, ΝΑ [παραπίπτω] 1. σφάλμα, πταίσμα 2. παράβαση, αμάρτημα αρχ. 1. ήττα, καταστροφή 2. (ειδικά) λάθος κατά την πληρωμή χρηματικού ποσού … Dictionary of Greek
παράπτωμα — το, ατος σφάλμα, πταίσμα, παρανομία: Πειθαρχικά παραπτώματα των υπαλλήλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπτωμάτων — παράπτωμα false step neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπτώμασι — παράπτωμα false step neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπτώμασιν — παράπτωμα false step neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπτώματα — παράπτωμα false step neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπτώματι — παράπτωμα false step neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπτώματος — παράπτωμα false step neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταίσμα — Είναι όρος τόσο του αστικού όσο και του ποινικού δικαίου, ενώ γενικά εννοιολογικά αποτελεί στοιχείο κάθε παράβασης κανόνος ή όρου δικαιοπραξίας. Κατά το δίκαιο των ενοχών, κάθε αθέτηση νομίμων υποχρεώσεων, και ιδιαίτερα των υποχρεώσεων του… … Dictionary of Greek
αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… … Dictionary of Greek